- μήκυνση
- η (Α μήκυνσις) [μηκύνω](στην προσωδία) η έκταση βραχέος φωνήεντος σε μακρό, η επέκτασηνεοελλ.η επιμήκυνση, το μάκρεμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντοχή — Η δύναμη του υλικού σώματος να αντιστέκεται σε ενέργειες που μπορούν να αλλάξουν τη μορφή ή τη σύστασή του. α., διηλεκτρική. Η διηλεκτρική α. είναι η μέγιστη τιμή της διαφοράς δυναμικού (τάσης), η οποία μπορεί να εφαρμοστεί μεταξύ δύο αγωγών,… … Dictionary of Greek
μάκρεμα — το [μακραίνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μακραίνω, το να αυξάνει κάποιος το μήκος σε κάτι, μήκυνση, επιμήκυνση («το φόρεμα θέλει μάκρεμα») 2. η απομάκρυνση από κάπου, η απόσταση, το μάκρος 3. το να αυξάνει κάποιος τη διάρκεια σε κάτι,… … Dictionary of Greek
μάκρυμα — και μάκρυσμα, το (Μ μάκρυμα[ν] και μάκρυσμα[ν]) [μακρύνω] 1. μήκυνση, επιμήκυνση 2. τοπική ή χρονική απομάκρυνση μσν. παράταση χρόνου, αναβολή … Dictionary of Greek
μηκυσμός — μηκυσμός, ὁ (Α) [μηκύνω] η έκταση βραχέος φωνήεντος σε μακρό, η μήκυνση φωνήεντος … Dictionary of Greek
παραύξησις — ἡσεως, ἡ, ΜΑ [παραυξάνω] 1. μεγέθυνση, αύξηση 2. (για τη Σελήνη) πλήρωση, γέμιση 3. αύξηση τής εντάσεως 4. μαθημ. προοδευτική αύξηση παράλληλων σειρών αρχ. 1. επαύξηση με προσθήκη τεμαχίων ή μερών 2. μετρική μήκυνση, έκταση 3. τραγούδημα σε… … Dictionary of Greek